ἀντιδιδάσκω

ἀντιδιδάσκω
ἀντι-διδάσκω, dramatische Stücke gegen einander einüben u. aufführen zum Wettkampf; übh. dagegen, zur Vergeltung lehren

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αντιδιδάσκω — ἀντιδιδάσκω (Α) 1. (για δραματικούς ή λυρικούς ποιητές) ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι για το βραβείο 2. υποστηρίζω τα αντίθετα απ αυτά που υποστηρίζει κάποιος άλλος …   Dictionary of Greek

  • ἀντιδιδασκόντων — ἀντιδιδάσκω inform pres part act masc/neut gen pl ἀντιδιδάσκω inform pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδιδάσκουσιν — ἀντιδιδάσκω inform pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀντιδιδάσκω inform pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντεδίδαξε — ἀντιδιδάσκω inform aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντεδίδασκε — ἀντιδιδάσκω inform imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντεδίδασκεν — ἀντιδιδάσκω inform imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδιδάσκειν — ἀντιδιδάσκω inform pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”